φτυάρι


φτυάρι

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

lopatë

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φτυάρι τα φτυάρια
γενική του φτυαριού των φτυαριών
αιτιατική το φτυάρι τα φτυάρια
κλητική φτυάρι φτυάρια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *