φυλακή Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply φυλακή https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/φυλακή.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) burg ενικός πληθυντικός ονομαστική η φυλακή οι φυλακές γενική της φυλακής των φυλακών αιτιατική τη φυλακή τις φυλακές κλητική φυλακή φυλακές [cite]