χαρτονόμισμα


χαρτονόμισμα


( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
kartëmonedhë
bankë-notë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χαρτονόμισμα τα χαρτονομίσματα
γενική του χαρτονομίσματος των χαρτονομισμάτων
αιτιατική το χαρτονόμισμα τα χαρτονομίσματα
κλητική χαρτονόμισμα χαρτονομίσματα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *