χασάπικο Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply χασάπικο https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/χασάπικο.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) dyqan mishi thertore ενικός πληθυντικός ονομαστική το χασάπικο τα χασάπικα γενική του χασάπικου των χασάπικων αιτιατική το χασάπικο τα χασάπικα κλητική χασάπικο χασάπικα [cite]