χλωρίδα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply χλωρίδα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/χλωρίδα.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) flora ενικός πληθυντικός ονομαστική η χλωρίδα οι χλωρίδες γενική της χλωρίδας των χλωρίδων αιτιατική τη(ν) χλωρίδα τις χλωρίδες κλητική χλωρίδα χλωρίδες [cite]