χρονόμετρο Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply χρονόμετρο https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/χρονόμετρο.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) kronometër ενικός πληθυντικός ονομαστική το χρονόμετρο τα χρονόμετρα γενική τους χρονομέτρου των χρονομέτρων αιτιατική το χρονόμετρο τα χρονόμετρα κλητική χρονόμετρο χρονόμετρα [cite]