χυμός


χυμός

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

lëng

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο χυμός οι χυμοί
γενική του χυμού των χυμών
αιτιατική το χυμό τους χυμούς
κλητική χυμέ χυμοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *