χωνί


χωνί

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

gyp
hinkë

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χωνί τα χωνιά
γενική του χωνιού των χωνιών
αιτιατική το χωνί τα χωνιά
κλητική χωνί χωνιά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *