χωματερή Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply χωματερή https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/χωματερή.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) landfill vendi i plehrave ενικός πληθυντικός ονομαστική η χωματερή οι χωματερές γενική της χωματερής των χωματερών αιτιατική τη χωματερή τις χωματερές κλητική χωματερή χωματερές [cite]