αβαείο


αβαείο

abaci

(ουσιαστικό ουδέτερο – emër. gjin. asnj.)

ενικός πληθυντικός
Ονομαστική το αβαείο τα αβαεία
Γενική του αβαείου των αβαείων
Αιτιατική το αβαείο τα αβαεία
Κλητική αβαείο αβαεία
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *