αίτημα


αίτημα

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

kërkesë
lutje

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το αίτημα τα αιτήματα
γενική του αιτήματος των αιτημάτων
αιτιατική το αίτημα τα αιτήματα
κλητική αίτημα αιτήματα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *