αγκαλιά Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αγκαλιάhttps://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αγκαλιά.mp3 prehër në krahë (θηλυκό ουσιαστικό- emër. gjin. fem.) ενικός πληθυντικός Ονομαστική η αγκαλιά οι αγκαλιές Γενική της αγκαλιάς των αγκαλιών Αιτιατική την αγκαλιά τις αγκαλιές Κλητική αγκαλιά αγκαλιές [cite]