ακαταστασία


ακαταστασία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

rrëmujë
çrregullim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ακαταστασία οι ακαταστασίες
γενική της ακαταστασίας των ακαταστασιών
αιτιατική την ακαταστασία τις ακαταστασίες
κλητική ακαταστασία ακαταστασίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *