ακτή Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ακτή https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ακτή.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) breg ενικός πληθυντικός ονομαστική η ακτή οι ακτές γενική της ακτής των ακτών αιτιατική την ακτή τις ακτές κλητική ακτή ακτές [cite]