(επίθετο – mbiemër)
invalid
i paaftë
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | ανάπηρος | ανάπηρη | ανάπηρο |
γενική | ανάπηρου | ανάπηρης | ανάπηρου |
αιτιατική | ανάπηρο | ανάπηρη | ανάπηρο |
κλητική | ανάπηρε | ανάπηρη | ανάπηρο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | ανάπηροι | ανάπηρες | ανάπηρα |
γενική | ανάπηρων | ανάπηρων | ανάπηρων |
αιτιατική | ανάπηρους | ανάπηρες | ανάπηρα |
κλητική | ανάπηροι | ανάπηρες | ανάπηρα |
[cite]