ανακύκλωση


ανακύκλωση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

riciklim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ανακύκλωση οι ανακυκλώσεις
γενική της ανακύκλωσης / ανακυκλώσεως των ανακυκλώσεων
αιτιατική την ανακύκλωση τις ανακυκλώσεις
κλητική ανακύκλωση ανακυκλώσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *