αναστροφή


αναστροφή

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

anasjellë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αναστροφή οι αναστροφές
γενική της αναστροφής των αναστροφών
αιτιατική την αναστροφή τις αναστροφές
κλητική αναστροφή αναστροφές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *