( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
antifriz
kundra ngrirjes
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | το αντιψυκτικό | τα αντιψυκτικά |
γενική | του αντιψυκτικού | των αντιψυκτικών |
αιτιατική | το αντιψυκτικό | τα αντιψυκτικά |
κλητική | αντιψυκτικό | αντιψυκτικά |
[cite]