απόκρημνος


απόκρημνος

(επίθετο – mbiemër)

rrëpirë

ενικός
ονομαστική απόκρημνος απόκρημνη απόκρημνο
γενική απόκρημνου απόκρημνης απόκρημνου
αιτιατική απόκρημνο απόκρημνη απόκρημνο
κλητική απόκρημνε απόκρημνη απόκρημνο
πληθυντικός
ονομαστική απόκρημνοι απόκρημνες απόκρημνα
γενική απόκρημνων απόκρημνων απόκρημνων
αιτιατική απόκρημνους απόκρημνες απόκρημνα
κλητική απόκρημνοι απόκρημνες απόκρημνα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *