(επίθετο – mbiemër)
rrëpirë
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | απόκρημνος | απόκρημνη | απόκρημνο |
γενική | απόκρημνου | απόκρημνης | απόκρημνου |
αιτιατική | απόκρημνο | απόκρημνη | απόκρημνο |
κλητική | απόκρημνε | απόκρημνη | απόκρημνο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | απόκρημνοι | απόκρημνες | απόκρημνα |
γενική | απόκρημνων | απόκρημνων | απόκρημνων |
αιτιατική | απόκρημνους | απόκρημνες | απόκρημνα |
κλητική | απόκρημνοι | απόκρημνες | απόκρημνα |
[cite]