ασπίδα


ασπίδα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

mburojë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ασπίδα οι ασπίδες
γενική της ασπίδας των ασπίδων
αιτιατική την ασπίδα τις ασπίδες
κλητική ασπίδα ασπίδες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *