(επίθετο – mbiemër)
autentik
orgjinal
i vërtetë
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | αυθεντικός | αυθεντική | αυθεντικό |
γενική | αυθεντικού | αυθεντικής | αυθεντικού |
αιτιατική | αυθεντικό | αυθεντική | αυθεντικό |
κλητική | αυθεντικέ | αυθεντική | αυθεντικό |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | αυθεντικοί | αυθεντικές | αυθεντικά |
γενική | αυθεντικών | αυθεντικών | αυθεντικών |
αιτιατική | αυθεντικούς | αυθεντικές | αυθεντικά |
κλητική | αυθεντικοί | αυθεντικές | αυθεντικά |
[cite]