(επίθετο – mbiemër)
jonatyral
kundër natyrës
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | αφύσικος | αφύσικη | αφύσικο |
γενική | αφύσικου | αφύσικης | αφύσικου |
αιτιατική | αφύσικο | αφύσικη | αφύσικο |
κλητική | αφύσικε | αφύσικη | αφύσικο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | αφύσικοι | αφύσικες | αφύσικα |
γενική | αφύσικων | αφύσικων | αφύσικων |
αιτιατική | αφύσικους | αφύσικες | αφύσικα |
κλητική | αφύσικοι | αφύσικες | αφύσικα |
[cite]