φιλοδοξία Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply φιλοδοξία https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/φιλοδοξία.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) ambicie ενικός πληθυντικός ονομαστική η φιλοδοξία οι φιλοδοξίες γενική της φιλοδοξίας των φιλοδοξιών αιτιατική τη φιλοδοξία τις φιλοδοξίες κλητική φιλοδοξία φιλοδοξίες [cite]