φλούδα


φλούδα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

lëvore
lëvozhgë
cipë

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φλούδα οι φλούδες
γενική της φλούδας των φλουδών
αιτιατική τη φλούδα τις φλούδες
κλητική φλούδα φλούδες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *