φλόγα


φλόγα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.),

flakë

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φλόγα οι φλόγες
γενική της φλόγας των φλογών
αιτιατική τη φλόγα τις φλόγες
κλητική φλόγα φλόγες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *