φύση Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply φύση https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/φύση.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) natyrë ενικός πληθυντικός ονομαστική η φύση οι φύσεις γενική της φύσης / φύσεως των φύσεων αιτιατική τη φύση τις φύσεις κλητική φύση φύσεις [cite]