χαλίκι


χαλίκι


(ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
zhavorr

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χαλίκι τα χαλίκια
γενική του χαλικιού των χαλικιών
αιτιατική το χαλίκι τα χαλίκια
κλητική χαλίκι χαλίκια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *