( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
bagazh dore
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η χειραποσκευή | οι χειραποσκευές |
γενική | της χειραποσκευής | των χειλέων |
αιτιατική | τη χειραποσκευή | τις χειραποσκευές |
κλητική | χειραποσκευή | χειραποσκευές |
[cite]