Χριστός


Χριστός

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

Krishti

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο Χριστός
γενική του Χριστού
αιτιατική το Χριστό
κλητική Χριστέ
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *