ψαμμίτης Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ψαμμίτης https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ψαμμίτης.mp3 gur ranor (αρσενικό ουσιαστικό- emër. gjin. mashk.) ενικός πληθυντικός ονομαστική ο ψαμμίτης οι ψαμμίτες γενική του ψαμμίτη των ψαμμιτών αιτιατική τον ψαμμίτη τους ψαμμίτες κλητική ψαμμίτη ψαμμίτες [cite]