ψωμί


ψωμί


(ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
bukë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το ψωμί τα ψωμιά
γενική του ψωμιού των ψωμιών
αιτιατική το ψωμί τα ψωμιά
κλητική ψωμί ψωμιά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *