ψωμί Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ψωμί https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ψωμί.mp3 (ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) bukë ενικός πληθυντικός ονομαστική το ψωμί τα ψωμιά γενική του ψωμιού των ψωμιών αιτιατική το ψωμί τα ψωμιά κλητική ψωμί ψωμιά [cite]