αντιλόπη Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αντιλόπη https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αντιλόπη.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) antilopë ενικός πληθυντικός ονομαστική η αντιλόπη οι αντιλόπες γενική της αντιλόπης των αντιλοπών αιτιατική την αντιλόπη τις αντιλόπες κλητική αντιλόπη αντιλόπες [cite]