άρρωστος


άρρωστος

(επίθετο – mbiemër)

i sëmurë

ενικός
ονομαστική άρρωστος άρρωστη άρρωστο
γενική άρρωστου άρρωστης άρρωστου
αιτιατική άρρωστο άρρωστη άρρωστο
κλητική άρρωστε άρρωστη άρρωστο
πληθυντικός
ονομαστική άρρωστοι άρρωστες άρρωστα
γενική άρρωστων άρρωστων άρρωστων
αιτιατική άρρωστους άρρωστες άρρωστα
κλητική άρρωστοι άρρωστες άρρωστα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *