άσθμα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply άσθμα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/άσθμα.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) astmë ενικός πληθυντικός ονομαστική το άσθμα τα άσθματα γενική του άσθματος των ασθμάτων αιτιατική το άσθμα τα άσθματα κλητική άσθμα άσθματα [cite]