αλλαγή Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αλλαγή https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αλλαγή.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) ndryshim ενικός πληθυντικός ονομαστική η αλλαγή οι αλλαγές γενική της αλλαγής των αλλαγών αιτιατική την αλλαγή τις αλλαγές κλητική αλλαγή αλλαγές [cite]