αλλεργία Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αλλεργία https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αλλεργία.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) alergji ενικός πληθυντικός ονομαστική η αλλεργία οι αλλεργίες γενική της αλλεργίας των αλλεργιών αιτιατική την αλλεργία τις αλλεργίες κλητική αλλεργία αλλεργίες [cite]