(επίθετο – mbiemër)
i paanshëm
i drejtë
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | αμερόληπτος | αμερόληπτη | αμερόληπτο |
γενική | αμερόληπτου | αμερόληπτης | αμερόληπτου |
αιτιατική | αμερόληπτο | αμερόληπτη | αμερόληπτο |
κλητική | αμερόληπτε | αμερόληπτη | αμερόληπτο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | αμερόληπτοι | αμερόληπτες | αμερόληπτα |
γενική | αμερόληπτων | αμερόληπτων | αμερόληπτων |
αιτιατική | αμερόληπτους | αμερόληπτες | αμερόληπτα |
κλητική | αμερόληπτοι | αμερόληπτες | αμερόληπτα |
[cite]