αμφιλεγόμενος


αμφιλεγόμενος

(επίθετο – mbiemër)

i diskutueshëm
kundërshtues

ενικός
ονομαστική αμφιλεγόμενος αμφιλεγόμενη αμφιλεγόμενο
γενική αμφιλεγόμενου αμφιλεγόμενης αμφιλεγόμενου
αιτιατική αμφιλεγόμενο αμφιλεγόμενη αμφιλεγόμενο
κλητική αμφιλεγόμενε αμφιλεγόμενη αμφιλεγόμενο
πληθυντικός
ονομαστική αμφιλεγόμενοι αμφιλεγόμενες αμφιλεγόμενα
γενική αμφιλεγόμενων αμφιλεγόμενων αμφιλεγόμενων
αιτιατική αμφιλεγόμενους αμφιλεγόμενες αμφιλεγόμενα
κλητική αμφιλεγόμενοι αμφιλεγόμενες αμφιλεγόμενα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *