αμφιβολία


αμφιβολία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

dyshim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αμφιβολία οι αμφιβολίες
γενική της αμφιβολίας των αμφιβολιών
αιτιατική την αμφιβολία τις αμφιβολίες
κλητική αμφιβολία αμφιβολίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *