(επίθετο – mbiemër)
minor
minoren
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | ανήλικος | ανήλικη | ανήλικο |
γενική | ανήλικου | ανήλικης | ανήλικου |
αιτιατική | ανήλικο | ανήλικη | ανήλικο |
κλητική | ανήλικε | ανήλικη | ανήλικο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | ανήλικοι | ανήλικες | ανήλικα |
γενική | ανήλικων | ανήλικων | ανήλικων |
αιτιατική | ανήλικους | ανήλικες | ανήλικα |
κλητική | ανήλικοι | ανήλικες | ανήλικα |
[cite]