αναγνωρίσιμος


αναγνωρίσιμος

(επίθετο – mbiemër)

i njohshëm
që njihet

ενικός
ονομαστική αναγνωρίσιμος αναγνωρίσιμη αναγνωρίσιμο
γενική αναγνωρίσιμου αναγνωρίσιμης αναγνωρίσιμου
αιτιατική αναγνωρίσιμο αναγνωρίσιμη αναγνωρίσιμο
κλητική αναγνωρίσιμε αναγνωρίσιμη αναγνωρίσιμο
πληθυντικός
ονομαστική αναγνωρίσιμοι αναγνωρίσιμες αναγνωρίσιμα
γενική αναγνωρίσιμων αναγνωρίσιμων αναγνωρίσιμων
αιτιατική αναγνωρίσιμους αναγνωρίσιμες αναγνωρίσιμα
κλητική αναγνωρίσιμοι αναγνωρίσιμες αναγνωρίσιμα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *