( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
emërim
nominim
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η αναγόρευση | οι αναγορεύσεις |
γενική | της αναγόρευσης / αναγορεύσεως | των αναγορεύσεων |
αιτιατική | την αναγόρευση | τις αναγορεύσεις |
κλητική | αναγόρευση | αναγορεύσεις |
[cite]