ανανέωση


ανανέωση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

përtëritje
rinovim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ανανέωση οι ανανεώσεις
γενική της ανανεώσεως / ανανέωσης των ανανεώσεων
αιτιατική την ανανέωση τις ανανεώσεις
κλητική ανανέωση ανανεώσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *