αναταραχή Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αναταραχή https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αναταραχή.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) trazirë ενικός πληθυντικός ονομαστική η αναταραχή οι αναταραχές γενική της αναταραχής των αναταραχών αιτιατική την αναταραχή τις αναταραχές κλητική αναταραχή αναταραχές [cite]