( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
nisje
largim
ikje
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η αναχώρηση | οι αναχωρήσεις |
γενική | της αναχώρησης / αναχωρήσεως | των αναχωρήσεων |
αιτιατική | την αναχώρηση | τις αναχωρήσεις |
κλητική | αναχώρηση | αναχωρήσεις |
[cite]