(επίθετο – mbiemër)
kontraceptiv
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | αντισυλληπτικός | αντισυλληπτική | αντισυλληπτικό |
γενική | αντισυλληπτικού | αντισυλληπτικής | αντισυλληπτικού |
αιτιατική | αντισυλληπτικό | αντισυλληπτική | αντισυλληπτικό |
κλητική | αντισυλληπτικέ | αντισυλληπτική | αντισυλληπτικό |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | αντισυλληπτικοί | αντισυλληπτικές | αντισυλληπτικά |
γενική | αντισυλληπτικών | αντισυλληπτικών | αντισυλληπτικών |
αιτιατική | αντισυλληπτικούς | αντισυλληπτικές | αντισυλληπτικά |
κλητική | αντισυλληπτικοί | αντισυλληπτικές | αντισυλληπτικά |
[cite]