αντλία Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αντλία https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αντλία.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) pompë ενικός πληθυντικός ονομαστική η αντλία οι αντλίες γενική της αντλίας των αντλιών αιτιατική την αντλία τις αντλίες κλητική αντλία αντλίες [cite]