απαιτητικός


απαιτητικός

(επίθετο – mbiemër)

me pretendime

ενικός
ονομαστική απαιτητικός απαιτητική απαιτητικό
γενική απαιτητικού απαιτητικής απαιτητικού
αιτιατική απαιτητικό απαιτητική απαιτητικό
κλητική απαιτητικέ απαιτητική απαιτητικό
πληθυντικός
ονομαστική απαιτητικοί απαιτητικές απαιτητικά
γενική απαιτητικών απαιτητικών απαιτητικών
αιτιατική απαιτητικούς απαιτητικές απαιτητικά
κλητική απαιτητικοί απαιτητικές απαιτητικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *