απεργός


απεργός

(ουσιαστικό αρσενικό ή θηλυκό- emër. gjin. mashk. ose fem.)

grevist

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο/η απεργός οι απεργοί
γενική του/της απεργού των απεργών
αιτιατική τον/την απεργό τους/τις απεργούς
κλητική απεργέ απεργοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *