αποβολή Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αποβολή https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αποβολή.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) hedhje eliminim abort ενικός πληθυντικός ονομαστική η αποβολή οι αποβολές γενική της αποβολής των αποβολών αιτιατική την αποβολή τις αποβολές κλητική αποβολή αποβολές [cite]